- τελεώσεως
- τελεώσεω̆ς , τελέωσιςdevelopmentfem gen sg (attic)τελεώσεω̆ς , τελείωσιςdevelopmentfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.